Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ὅμοια κέρατα

  • 1 ἀναφύω

    ἀναφύω, [tense] aor. [voice] Pass.
    A

    ἀνεφύην LXX 1 Ki.5.6

    , part.

    - φυείς Chor.

    in Rev.Phil.1.75:—produce again,

    ὅμοια κέρατα Arist.HA 611b1

    ;

    πτιλὰ νεαρά Ael.NA12.4

    ; generally, let grow,

    πώγωνα Theoc.10.40

    ; foster,

    ὄφιν A.R.2.1209

    ; πλῆθος συκοφαντῶν, ἐπιθυμίας, Plu.Arist.26, Arat.49, etc.
    2 abs., produce vegetation, Arist.Fr. 252.
    II [voice] Pass., with [tense] aor. 2 - έφυν and [tense] pf. -πέφυκα, grow up, Pherecyd.22 (a)J., Hdt. 4.58, Pl.Plt. 272a, etc.;

    ἢν γὰρ ἀποθάνῃ εἷς τις πονηρός, δύ' ἀνέφυσαν ῥήτορες Pl.Com.186

    ; ἀναφύονταί τινι διαβολαί, δίκαι, Plu.Thes.17, Per.37.
    2 grow again, of the hair, Hdt.5.35.
    3 metaph., recover, make a fresh start, Aeschin.2.177.
    III intr. in [tense] pres. -φύει, Phlp.inde An.195.12.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναφύω

  • 2 ὅμοιος

    ὅμοιος, οία, οιον (ὁμός, ‘common’; Hom.+.—On the accent s. B-D-F §13; Mlt-H. 58. On ἡ ὅμοιος Rv 4:3b s. a below and B-D-F §59, 2; Mlt-H. 157) of the same nature, like, similar.
    w. dat. of pers. or thing compared (this is the rule Hom. et al.) ὅμ. αὐτῷ ἐστιν he looks like him J 9:9.—χρυσῷ ἢ ἀγρύρῳ … τὸ θεῖον εἶναι ὅμ. divinity is like gold or silver Ac 17:29. τὰ ὅμ. τούτοις things like these Gal 5:21; cp. Hm 8:5, 10; 12, 3, 1; (w. παραπλήσιος) 6, 2, 5. ὅμ. ὁράσει λίθῳ ἰάσπιδι similar in appearance to jasper Rv 4:3a; cp. 3b (here ὁμ. is an adj. of two endings, as Aesop, Fab. 63a H.=59a, 4 Ch. στήλην ὅμοιον). ὅμ. τῇ ἰδέᾳ similar in appearance Hs 9, 3, 1.—Rv 1:15; 2:18; 4:6f; 9:7, 19; 11:1; 13:2; 21:11, 18; 1 Cl 35:9 (Ps 49:21); 7:10a; Dg 2:2f; Hs 9, 19, 2; 9, 21, 2. ὑπὸ ἀνθρώπων σκεύη ὅμοια γενέσθαι τοῖς λοιποῖς to be made by human hands into vessels like the others Dg 2:4. ἄλλος ὅμ. ἐμοί any other like me Pol 3:2. ὅμ. τοῖς φαρμάκοις like the poisoners or magicians Hv 3, 9, 7 (cp. the vice list Physiogn. I 327, 15). ἡ καταστροφὴ ὁμ. καταιγίδι the downfall is like a wind-storm 1 Cl 57:4 (cp. Pr 1:27). ὅμοιοι αὐτῷ ἐσόμεθα we shall be like (God) 1J 3:2 (cp. Herm. Wr. 11, 5 ὅμ. τῷ θεῷ; Orig., C. Cels. 4, 30, 10). ὁ τούτοις τὰ ὅμ. ποιῶν the one who does such things as these Hs 6, 5, 5. τὸν ὅμοιον τρόπον τούτοις in the same way as they Jd 7. ἔσομαι ὅμοιος ὑμῖν ψεύστης I should be like you, a liar J 8:55 (ὅ. αὐτῷ every living thing has affection for ‘what is akin to itself’ Sir 13:15; 28:4 of one who has no pity for a fellow human). Freq. in parables like ὁμ. ἐστίν it is like (Aristippus in Diog. L. 2, 79 in a parable: τὶς ὅμοιός ἐστί τινι; Philosoph. Max 485, 2 M ἡ παιδεία ὁμοία ἐστὶ χρυσῷ στεφάνῳ) Mt 11:16; 13:31, 33, 44f, 47, 52; 20:1; Lk 6:47–49; 7:31f; 12:36; 13:18f, 21. οἵτινές εἰσιν ὅμοιοι χοίροις (-ρων v.l.) like swine 10:3. In brachylogy Rv 9:10. κέρατα δύο ὅμοια ἀρνίῳ 13:11.—In a special sense equally great or important, as powerful as, equal (to) (Gen 2:20; Jos., Ant. 8, 364; cp. the Lat. motto ‘nec pluribus impar’) τίς ὅμ. τῷ θηρίῳ, καὶ τίς δύναται πολεμῆσαι μετʼ αὐτοῦ; who is a match for the beast, and who is able to fight it? Rv 13:4. τίς ὁμ. τῇ πόλει τῇ μεγάλῃ; 18:18. δευτέρα (i.e. ἐντολή) ὁμοία αὐτῇ (i.e. τῇ πρώτῃ) a second, just as great as this one Mt 22:39; Mk 12:31 v.l.
    w. gen. of comparison (Theophr., HP 9, 11, 11; Hero Alex. I p. 60, 16; Aelian, HA 8, 1 τέτταρας ὁμοίους ἐκείνου κύνας; PIand VI, 97, 9 [III A.D.]; Cat. Cod. Astr. VIII/3 p. 197, 16 ὅμ. ὄφεως; Sir 13:16; Tat. 14:2.—Kühner-G. I 413, 10; B-D-F §182, 4; Rob. 530) ἔσομαι ὅμ. ὑμῶν ψεύστης J 8:55 v.l. (for ὑμῖν; cp. a above; Rydbeck, 46–49). φεῦγε ἀπὸ παντὸς πονηροῦ καὶ ἀπὸ παντὸς ὁμοίου αὐτοῦ avoid evil of any kind, and everything resembling it D 3:1 v.l.; 10:3 s. above.
    The acc. of comparison appears to be a solecism and nothing more in ὅμ. υἱὸν ἀνθρώπου one like a human being Rv 1:13; 14:14 (both have υἱῷ as v.l.), but s. RCharles, comm. ad loc.—B-D-F §182, 4; Rob. 530.
    abs. τράγοι ὅμ. goats that are alike B 7:6, 10b (Just., D. 40, 4). ὅμοιοι ἐγένοντο λευκοί they all alike became white Hs 9, 4, 5. (τὰ δένδρα) ξηρά εἰσι καὶ ὅμοια (the trees) are all alike dry = one is as dry as the other 3:2a; cp. vs. 1b. ὅμοια ἦν πάντα they (the trees) were all alike 3:1a; cp. vs. 2b and 3ab. (Of dissidents: ὅμοια μὲν [viz. ἡμῖν, to us] λαλοῦντες, ἀνόμοια δὲ φρονοῦντες Iren. 1, prol. 2 [Harv. I 4, 5].)—B. 912. Schmidt, Syn. IV 471–87, cp. ἴσος. DELG. M-M. TW.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > ὅμοιος

См. также в других словарях:

  • ομόκραιρος — ὁμόκραιρος, ον (Α) αυτός που έχει όμοια κέρατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + κραῖρα «κορυφή, κεφαλή» (πρβλ. ορθό κραιρος)] …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • κατσίκα ή γίδα ή αίγα — Γένος αρτιοδακτύλων μηρυκαστικών της μεγάλης οικογένειας των βοοειδών. Κατά την άποψη ορισμένων επιστημόνων, η κ. προέρχεται από τον αίγαγρο, ο οποίος ζει σε υψόμετρο έως 4.000 μ. στις ορεινές ζώνες της δυτικής Ασίας, στην Κρήτη και στις Κυκλάδες …   Dictionary of Greek

  • εξέλιξης, θεωρία της- — Θεωρία κατά την οποία όλα τα αντικείμενα του σύμπαντος έχουν υποστεί, με την πάροδο του χρόνου, μεταμορφώσεις σύμφωνα με μια φυσική διαδικασία εξέλιξης που τα οδήγησε βαθμιαία από μια αρχέγονη, ομοιογενή και αδιαφοροποίητη κατάσταση, σε… …   Dictionary of Greek

  • βούκερως — βούκερως, ων ( ω) και βουκέραος, ον (Α) 1. αυτός που έχει κέρατα όμοια με του βοδιού 2. φρ. «βούκερως παρθένος» η Ιώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < βους + κέρως < γεν. κέρα (σ) ος της λ. κέρας] …   Dictionary of Greek

  • λύρα — I (Ζωολ.). Κοινή ονομασία στρουθιομόρφων πτηνών του γένους Menura, της οικογένειας των μηνουριδών. Βλ. λ. μηνουρίδες. II (Μουσ.). Μουσικό όργανο. Προέρχεται από τη Σουμερία (3η χιλιετία π.Χ.), αλλά συνδέθηκε άμεσα με την αρχαία Ελλάδα, ενώ,… …   Dictionary of Greek

  • πατταλίας — ὁ (για κερασφόρα ζώα) αυτός που έχει ίσια κέρατα, όμοια με πασσάλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάτταλος, αττ. τ. τού πάσσαλος + επίθημα ίας (πρβλ. στηθ ίας, ωμ ίας)] …   Dictionary of Greek

  • στερκοράριος — Όνομα πτηνών της οικογένειας των Στερκοραριδών, της τάξης των χαραδριόμορφων και εντόμων της οικογένειας των Σκαραβαιιδών. Οι Στερκοραρίδες ή Κοπροδίαιτοι, ονομάζονται έτσι γιατί κατά το παρελθόν πιστευόταν ότι τρέφονταν από τ απορρίμματα άλλων… …   Dictionary of Greek

  • Ακτή Ελεφαντοστού — Κράτος της δυτικής Αφρικής.Συνορεύει στα Α με την Γκάνα, στα Β με την Μπουρκίνα Φάσο (ΒΑ) και το Μάλι (ΒΔ), στα Δ με τη Γουινέα (ΒΔ) και τη Λιβερία (ΝΔ), ενώ στα Ν βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό.Τα σύνορα της Δημοκρατίας της Α.Ε. δεν… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… …   Dictionary of Greek

  • Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»